- κασόνα
- ημεγάλο κασόνι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κασόνι + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. καλάθ-α, κολοκύθ-α)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Κασόνα, Αλεχάντρο — (Alejandro Casona, Μπεσούλιο 1903 – Αστούριας 1965). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Ισπανού θεατρικού συγγραφέα Ροντρίγκεθ Αλβάρεθ. Από το 1939 έως το 1963 έζησε ως πολιτικός πρόσφυγας στην Αργεντινή. Θεωρείται ένας από τους κορυφαίους Ισπανούς… … Dictionary of Greek
Αλκαίου, Μαρία — (1915 –). Ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Κόρη των ηθοποιών Νίκου Παπαγεωργίου και Σαπφούς Αλκαίου, πρωτοεμφανίστηκε στη σκηνή σε ηλικία πέντε ετών, στον θίασο της Κυβέλης. Σπούδασε στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Ο πρώτος… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek